απόσπασμα από το μυθιστόρημα

"Τρίτος Ειρηνικός"

κυκλοφορεί σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία Ελλάδας και Κύπρου

...0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 ...

το ψαροκαϊκο του Πορτογάλου

RAMIRO ADORMENTADO


.../// Πορτιμάο, Φεβρουάριος 1967.

...Κάθε πέτρα του χωριού φύλαγε στους όχτους των μεσημεριών το αδικοχαμένο αίμα. Η επιδημία του θάνατου στο όνομα της εξουσίας κυλούσε από λέξη σε λέξη, από ματιά σε ματιά, από τη μια καρδιά στην άλλη. Ο αγέρας δεν έλεγε απόψε να κουνήσει φύλλο. Στο λιμάνι οι γητευτές της Ιστορίας ξεπουλούσαν και τα τελευταία από τα εισαγόμενα των Ίνκας ξόρκια. Οι εργάτες έμοιαζαν με τίγρεις συναγμένες σε χλωμούς στρατώνες. Οι στρατιωτικοί πρώτα αγόραζαν αστέρια με υποσχέσεις κι έπειτα πωλούσαν στους καθεστωτικούς, χρόνο σκοτεινό ως αντάλλαγμα στης μοίρας τους την πρόστυχη σοφία.

...Εκείνη η μέρα είχε όλα αυτά που λένε οι στεριανοί άσχημα σημάδια. Και άλλα πολλά που οι στεριανοί δεν βλέπουν.

...«Στον σύντομο δρόμο της ζωής, όλα είναι μικρά και όλα τόσο τραγικά μεγαλωμένα...»

...«Και πόσα άλλα που δεν τα αναφέραμε ποτέ μας. Τόσο αρκετά όσο και απαραίτητα. Σαν τις ανάγκες μας τις ξεχασμένες στ’ ακρογιάλι μιας συγγνώμης.»

...Όταν βράδιαζε, η μελαγχολία δεν άφηνε πολλά περιθώρια για όνειρα. Άλλωστε οι καταπιεσμένοι ποτέ τους δεν είχανε δικαίωμα στην ελπίδα, μόνο ο θάνατος πάντα τους έλυνε από τα δεσμά του πόνου. Μα είναι η ίδια η νύχτα το φάρμακο που αντίστροφα λυτρώνει. Και το σκοτάδι λένε πως είναι ο καταλύτης της σιωπής και ας μην ισχύει κάτι τέτοιο.

...Ο Αρσελίνο κοιτούσε τη θάλασσα όταν θυμήθηκε πως σαν εκείνη την ημέρα γινόταν δεκαπέντε χρόνων. Πρώτη φορά θρυμμάτισε καπνό στα λεπτά δάχτυλά του και έστριψε το πρώτο του τσιγάρο. Οι συμφορές για αυτόν είχανε αποκτήσει πλέον μια λογική συνήθειας. Οι λιγοστές χαρές τον ξένιζαν και πάντα αποχωρούσε πρώτος. Έσερνε τα σκισμένα του παπούτσια στο χώμα φωνάζοντας χαρούμενος “Viva com paixão”.

...Το πρωί, μόλις πρωτοπάτησε το πόδι του στη μπούκα αιφνιδιάστηκαν οι κάβοι. Αμέσως τέντωσαν, τινάχτηκε η ποτισμένη υγρασία στις κίτρινες ίνες της τριχιάς τους. Η Μοίρα αγκάλιασε την πέτρα, η σοφία τις υποσχέσεις. Στο λιμάνι, στο μπαρ Netuno ξαφνικά τα μυστικά δεν αφορούσαν μόνο εκείνους που έσπερναν θάνατο για να θερίσουν τρέλα. Ένας σωρός επιστροφές έμοιαζε το σουλούπι της ανθρώπινης μοράβιας. Το ξημέρωμα, το βιος των βυθισμένων στο αλκοόλ, από άνθος της ημέρας μαραμένο, μετατρέπονταν σε χέρι νύχτας υψωμένο από τα άπιαστα του ωκεανού ποτάμια των κυμάτων.

...Πήρε στα χέρια του αδιάφορος την πρώτη του φυλλάδα. Διάβασε για θάνατο. Για σκλάβους που αγοράστηκαν με θέληση δική τους. Είδε τις αγγελίες με προσοχή. Στάθηκε αρκετά στους πονηρούς κατεργαραίους που επιβίωναν ως μαυραγορίτες. Ξεφύλλισε γρήγορα τα συνοικέσια, τα νέα των εξερευνητών του Βόρειου Πόλου. Μετά ανακάθισε. Στη στήλη ΤΕΧΝΗ διαπίστωσε το κενό που είχαν αφήσει οι υπεύθυνοι. Κοίταξε με απόγνωση τον ουρανό. Η μικρή καρδιά του πετάρισε σαν να ήθελε να αποδοκιμάσει τους απόκρυφους αιώνες.

...Ένα σκυλί ξαπλώθηκε στο πλάι του λαχανιασμένο. Κοιταχτήκανε σαν να μην ήτανε ποτέ δυό ξένοι. Τύλιξε την εφημερίδα και την άφησε με προσοχή στο παγκάκι.

...«Πάμε» είπε στον φίλο του και φύγανε οι δυό τους για τον ντόκο που αράζανε τα ψαροκαϊκα. Ο Αρσελίνο έμοιαζε ανάμεσα στους καπεταναίους σαν τη μύγα μες στο γάλα. Πλησίασε ν΄ ακούσει αυτά που συζητούσαν. Από άκρη σε άκρη ο ιδρώτας έλουζε το εφηβικό κορμί του.

...«Της θάλασσας τα πλάτη είναι που ορίζουνε του αφανισμένου ναύτη το όνομα.»

...«Της στεριάς;»

...«Αστραπόβροντα και οιωνοί χιλιόχρονοι, κακόχρονοι και παραζαλισμένοι. Και ένα κομμάτι πόνου, ακέραιο, από ζήλεια, σιωπή και φθόνο δουλεμένο.»

...Τα χέρια σηκώθηκαν και τσουγκρίσαν τα πιοτά τους.

...«Στην υγειά μας!» Πλησίασε περισσότερο. Ο σκύλος ακολουθούσε πίσω του με το κεφάλι χάμω.

...«Συγγνώμη...»

...«Συγχωρεμένος.»

...Σκούξανε στα γέλια οι καπετάνιοι. Πλησίασαν τον νεαρό Αρσελίνο. Του ενός υψώθηκε αιμόχαρη η φωνή του.

...«Τι ζητάς εδώ ρε μούλικο; Δεν έμαθες; Η θάλασσα δεν χορταίνει με μαρίδα σαν και του λόγου σου.»

...Τόσο άγρια ήταν τα μάτια του που τον ανάγκαζαν να λέει πως δεν το σκέφτηκε, αλλιώς θα μπορούσε άνετα αν ήθελε να τον κατασπαράξει.

...«Εγώ...»

...«Εσύ;»

...«Είμαι φτωχός. Πρέπει να δουλέψω.»

...Κανένας δεν γέλασε. Ο διάφανος υμένας που κρατάει το δάκρυ στην άκρη του γκρεμού του, τρεμόπαιξε στο αριστερό μάτι του γηραιότερου.

...«Εψές ένας μουντζούρης με άσπρα γένια με είδε μοναχό στην προκυμαία. Ήρθε κοντά και μου ΄δωκε ένα κομμάτι από το ψωμί του για να φάω. Πριν χαθεί παντοτινά μου είπε: “Να επιδιώκεις γιέ μου στη ζωή να ταξιδεύεις στ΄ άγρια νερά του ωκεανού. Είναι πιο ωφέλιμο από τα στάσιμα νερά μιας βαλτωμένης λίμνης.” Έτσι ήρθα εδώ. Δουλειά ζητάω μόνο.»

...«Έτσι ήρθα κι εγώ εδώ κάποτε. Με τη λαχτάρα να φύγω, να χαθώ στο πέλαγο. Μα δεν αξίζει! Μια κούπα γεμάτη κάτουρα ή ξύδι αν σου δώσω να την πιείς θα ξεδιψάσεις;»

...«Όχι.»

...Ο καπετάνιος έφτυσε χάμω με έμφαση.

...«Τόσα χρόνια η αλμύρα στέγνωσε τα χείλη μας και στο τέλος; Στο τέλος κάτουρα και ξύδι. Μόνο στρίβε όσο είναι νωρίς ακόμα. Δεν ακούς που σου μιλάω; Δίνε του.»

...«Το όνομά μου είναι Αρσελίνο. Δεν φεύγω. Αν πάω πίσω μόνο θάνατος με περιμένει. Αν συνεχίσω μπροστά έχω μια ελπίδα να επιζήσω.»

...«Δεν ματάδα άλλο κεφάλι καρφωμένο έτσι επάνω στο έρημο παλούκι.»

...Πέταξε με μανία το βαθύχρωμο τσιμπούκι που κρατούσε πίσω του, στο μουχλιασμένο το ντουβάρι μιας παρατημένης αποθήκης. Δεν έσπασε. Μόνο πετάχτηκε ο καπνός χάμω και μοσχομύρισε Δανέζικο ταμπάκο.

...«Μυστήριος είσαι του λόγου σου.»

...«Πεινάω. Πρέπει να δουλέψω.»

...Ένας άλλος τον διέκοψε. Ακούμπησε το πρησμένο χέρι του στον ώμο του εφήβου.

...«Αφού το θέλει ο πετεινός! Δεν το βλέπετε; Γιατί να μην τον βάλουμε δοκιμαστικά στη καθημερινή γραμμή των χαμένων που πάνε κι έρχονται κενοί;»

...«Δίκιο έχεις. Μεσάνυχτα στα γούστα. Πόντα Ντελγάδα.»

...«Σφαγή στο καταφύγιο και οι μοίρες στον πρωκτό μας. Και όσα γούστα δεν έζησες μικρέ, να λες καλιά να τα ΄χα ζήσει.»

...«Έχεις δίκιο. Συμφωνώ απόλυτα. Να δει πρώτα το γούστο που έχουν στα ανοιχτά τους οι Αζόρες...»

...Σκούξαν δεύτερη φορά στα γέλια.

...«Γούστο» εκείνοι λέγανε το πέρασμα κυνηγιάρικου τυφώνα. Την άγρια σάρκα των ψαράδων είχε μόνιμα σημαδεμένη. Έλεγαν στο λιμάνι πως η κατάρα ΄κείνη είναι σαν σφραγίδα. Ποτέ δεν σβήνει με τον χρόνο και πως όσοι την έχουν αποχτήσει, δεν ξανάβρισαν την τύχη άλλη φορά ποτέ τους.

...«Λοιπόν;»

...«Μούτσος στα περάσματα, λαδάς στην κατηφόρα.»

...«Πότε φεύγουμε;»

...«Τη νύχτα.»

...Η πηχτή μυρωδιά της αποβάθρας έσκαγε μες στο αίμα του σαν σπίθα δαιμονισμένη. Η ορφάνια από πατέρα πλημμύριζε την ψυχή του μαζί με τη χολή του μέθυσου πατριού του. Δεν ήθελε άλλο τίμημα και ασάφειες, παρά μόνον ζητούσε από τα ροδόχρωμα δειλινά να λύσουνε το άσυλο του μακρινού ορίζοντα. Και αν ήταν κάτι να αφήσει πίσω του σε αυτόν τον ψεύτη κόσμο, να είναι κάτι σαν το λέπι των νεκρών που δεν συμμάζεψε ποτέ κανείς τα κόκκαλά τους.

...Αφέθηκε για μια στιγμή σην αταξία του πελάγου. Καθώς θύμωνε και αγρίευε ο δεμένος Εφιάλτης αποφυλακίστηκαν οι βυθισμένες τύψεις από της προδοσίας τη μαύρη άβυσσό του.

...«Η πρέζα της αλμύρας κεντάει τη στέρηση όπως κεντάει μεθοδικά το κύμα τον ιστό της λαμαρίνας.»

...Σταθερά ο ήχος της στεριάς χανόταν. Τα φώτα ξέχειλα από κόκκινα κραγιόν και ματωμένα λόγια, γεννούσαν ναρκωμένο το ακίνητο τοτέμ του λιμανιού -την πόρνη που έστριβε το πόδι της στον στύλο της εισόδου. Ο Αρσελίνο δίστασε. Ένας παράξενος ταξιδευτής κοιτούσε τα καράβια που είχαν τις άγκυρες στο φούντο τσακισμένες. Δεν πρόφτασε να καταλάβει. Ένα κοράκι ανακάθισε στο τελευταίο σίδερο της πρύμνης. Ήρεμο. Γλάρο δεν κυνήγησε ποτέ του. Πάντα στη στεριά περίμενε με υπομονή, κουφάρια πεθαμιάρικα η θάλασσα να του ξεβράσει.

...«Μικρέ να μην ανησυχείς. Άμα βγαίνεις τέταρτος τη νύχτα από το λιμάνι, χάνεις τόνο στην ψαριά μα παίρνεις μίλια μποναμά που θα σου δώσουν κείνα από μόνα τους ...όσα θέλεις ψάρια.»

...«Άφησε τον. Μην τον τρομάζεις.»

...«Εμένα άκου.Είναι ψηλά. Εκεί ψηλά στον ουρανό τα σύνορα του ανθρώπου.»

...«Χίλιες αρνήσεις αντέχει ο άνθρωπος καμιά δεν αποφασίζει. Αθώρητη άβυσσος τυλίγει πάντοτε την τελευταία στροφή της ερημιάς του.»

...Ο Αγκοστίνο, δεύτερος βοηθός στη λάντζα πήρε την κιθάρα του και σάλταρε στη σκάλα. Άναψε τσιγάρο και το πέρασε στα μαυρισμένα δάχτυλά του. Το μελάνι από τις σουπιές που είχε πρωτίστως καθαρίσει, είχε ποτίσει τόσο πολύ το δέρμα στα χέρια του που θα έλεγε κανείς πως είναι ένας μιγάς κυνηγημένος. Η φωνή του βρώμικη, λιμανίσια, ταξίδεψε με τη νυχτερινή ρεστία σαν πούπουλο που το χαϊδεύει η καυτή ανάσα του Απηλιώτη (1).


Εδώ η νοτιά έχει υπότροπες ενδείξεις,

κάνει το πάθος ένα φλάμπουρο λυμένο.

Το Πορτιμάο ένα ποστάλι αμολυμένο,

που κυνηγάει του πυρετού τις ψευδαισθήσεις.


...Γυρίσανε ξημέρωμα. Δεν τους κολλούσε ύπνος. Ο Αρσελίνο ακούμπησε την πλάτη του σε ένα καμάρι και παρατηρούσε. Καθώς έστρεψε τα μάτια του, η φαλτσέτα της Σέρρα δα Εστρέλα (2) άστραψε στον μεσόκοπο ήλιο. Ρηχή, πολυσάλευτη η κίνηση την εποχή εκείνη στο λιμάνι. Όλοι το συμφέρον τους. Έμποροι μονάχοι, πόρνες αγκαζέ, κουβαλητές, σκόρπιοι εδώ κι εκεί χωρατατζήδες και άλλοι που γύρευαν παζάρια την ώρα τους για να σκοτώσουν. Τυφλά υπάκουοι όλοι στην ελπίδα, δεν μιλούσαν ποτέ δυνατά. Μαθεύτηκε λέει πως μια πολύχρωμη ευγένεια είχε γλιστρήσει από χρόνια μακριά τους.

...Ο Αρσελίνο ρώτησε έναν αχθοφόρο μήπως έμαθε τι να συμβαίνει. Σαν να είχε θυμώσει. Εκείνος άλλο δεν ήθελε από τη φασαρία. Έκανε δυό δρασκελιές για να τον συμμορφώσει. Μια ανάσα, δυό ανάσες, τρεις ανάσες. Σπρώχτηκαν και σκόνταψαν σε ένα αφημένο στραβόξυλο από παλιό καϊκι. Έπιασαν και οι δυό τις απειλές. Μπήκαν στη μέση περαστικοί να τους χωρίσουν. Ο λοχαγός που ήταν υπεύθυνος ασφαλείας στο ψαρολίμανο του Πορτιμάο, είχε γείρει σε μια ψάθινη καρέκλα και κοιμόταν. Μόνο στο ένα του μάτι άνοιξε μια χαραμάδα μα δεν κατάλαβε από μακριά τί λάμβανε χώρα.

...«Εϊ του λόγου σου. Τι κάνεις;»

...«Πού πάνε οι σκύλοι; Θα πνιγούν!»

...Έπεσαν στο νερό. Ο ένας μάχονταν να πιάσει το κεφάλι του άλλου να τον πνίξει. Ένας πιτσιρίκος τους κρυφοκοίταζε κρυμμένος πίσω από αδειανά καφάσια. Μάζευε ξύλα γιατί του άρεσε απάνω τους να ζωγραφίζει πολύχρωμα λουλούδια. Ευτυχώς τους πρόλαβε ο Χόρχε. Βούτηξε και τους χώρισε. Είχε τον τρόπο του και ας ήτανε μια σπιθαμή όλος και όλος. Δεν φαινόταν μα είχε δύναμη πολλών ανδρών μες στην ψυχή κρυμμένη. Μόλις ηρέμησαν τα πνεύματα τους πλησίασε ο μικρός. Έγιναν τρεις. Πιο σίγουρη η φατριά τους.

...«Θα σε σκότωνε.»

...«Δεν σου πέφτει λόγος. Εσύ δεν κάνεις για τη θάλασσα. Είσαι μπογιαντιστής. Αρμενιστής ο νους σου...»

...«Άφησέ τον να μιλήσει. Νέος είναι ακόμα. Γιατί; Να συνηθίσει πρέπει.»

...Ο Χόρχε στράβωσε τη μούρη του. Ήξερε. Από σκόρπιες λέξεις οι Βεδουίνοι της Ιστορίας ξανάχτισαν χίλιες φορές τη Σμύρνη. Μετά δεν βάστηξαν να βλέπουν. Σφάλισαν σε μια σπηλιά το δάκρυ τους μέχρι να ’ρθει στα ίσα του ο κόσμος πάλι.

...«Ανέβηκα ψηλά σε μια κορφή. Κοιμήθηκα σε ένα μικρό χωριό. Μπλέχτηκα με τα χούγια των στεριανών ανθρώπων, τα μπούχτησα και αυτά. Με έπνιξαν τα μίση. Έκλεψα ένα μαύρο άλογο μια νύχτα και ήρθα πάλι στο λιμάνι. Χασίσια, πιοτά, χαρτιά και πόρνες ώσπου να βρω τα στεγανά μου. Χόρχε...»

...«Αυτός;»

...«Είχε φέρει ο νοτιάς μια κούραση στα κόκαλά μας. Η υγρασία ήταν κολλημένη έναν μήνα απάνω στο δέρμα μας. Τρύπωνε και μας αγκύλωνε. Κρατούσα το πηδάλιο και με τα δυο μου χέρια μέχρι να πιεί ο καπετάνιος τον καφέ του. Λίγο αριστερά, λίγο δεξιά, περνούσα με διπλωματία την πονηρή κατεβασιά στου Ατλαντικού την κόντρα. Δεν είχε ακόμη ξημερώσει και όσο έφτανα από τους προβολείς να δω, μια άγρια μαύρη θάλασσα μας είχε αγκαλιάσει. Τέτοιες στιγμές, ξαναγεννήθηκα αμέτρητες φορές κοιτάζοντας τις νύχτες τ΄ άστρα. Μα δεν κυλάει πάντα ο χρόνος σαν όνειρο. Είδα την Αποκάλυψη μέσα από το μαρτύριο όλης αυτής της ησυχίας. Σκέφτηκα τη γη, το μέταλλο, την άμμο. Να μπορούσα να έπιανα λίγο χώμα να μυρίσω. Παρακάλεσα τον Θεό. Ας έμπαινα του είπα σε μια σπηλιά, στο απέραντο ορυχείο της Γης κι έπειτα ας χανόμουν εκεί μέσα για πάντα. Δεν τη θέλω τη θάλασσα, καθόλου, μα ώρες ώρες τη θυμάμαι και κατεβαίνω στο λιμάνι για να την χαιρετήσω. Εσύ;»

...«Με λένε Αρσελίνο. Από μικρός έμεινα ορφανός από πατέρα.»

...«Τι έπαθε;»

...«Του έφαγαν τα σωθικά του Σαλαζάρ οι γύπες.»

...«Σσσστ! Μίλα σιγά. Αν μας ακούσουν...»

...«Ανάθεμα την ώρα που με γέννησαν.»

...«Τι δουλειά έκανε;»

...«Είχε ψαροκαϊκο στο Σίνες. Ήρθανε μια νύχτα οι δήμιοι με πολιτικά ντυμένοι να τον πάρουν. Δεν τον βρήκαν. Το μίσος τους τύφλωσε. Πήγαν στο λιμάνι και έκαψαν το καϊκι.»

...Ο Χόρχε άκουσε βήματα και γύρισε με τρόπο το κεφάλι του να δει ποιοι είναι αυτοί που πλησιάζουν.

...«Μας πήρανε χαμπάρι. Έρχονται.»

...«Θα έμαθαν για τη φασαρία.»

...«Μαζεύτηκαν πολλοί.»

...«Τι θα γίνει τώρα; Να λύσουμε; Να μείνουμε αρόδο μέχρι να κοπάσει η τρικυμία;»

...«Όχι. Μείνε όσο μπορείς πιο ψύχραιμος και μην φοβάσαι. Το βλέμμα τους είναι ήρεμο. Αν ήθελαν να κάνουνε κακό ήδη θα μας είχαν σπάσει στο ξύλο. Κάνε εσύ πως νετάρεις δίχτυα και μην τους κοιτάξεις καθόλου.»

...«Μην φοβάστε! Επαναλαμβάνω. Μην φοβάστε! Σας φυλάει ο στρατός. Μόνο καλό θα ήταν να μην βγει κανένας από το καϊκι του μέχρι να ημερέψουνε τα πράγματα.»

...Πέρασαν πλάι τους χωρίς να δώσουνε καμία σημασία.

...«Δεν ήρθαν για εμάς. Τι να έγινε άραγε;»

...«Άκουσα προχθές που έλεγαν οι καπετάνιοι όρθιοι στο ανεμοσούρι ότι είναι πλέον αρκετοί οι αριστεροί στο Σώμα. Κάτι θα ετοιμάζουν.»

...«Εγώ άκουσα τον Filipe Contrário να λέει ψιθυριστά στον μαζευτή του: Σαν τα ψάρια της βαθιάς άγριας θάλασσας, έτσι κι εμείς, κρυμμένοι στον βυθό μας. Αναρωτιόμαστε μισό αιώνα τώρα, αν πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική, να δούμε εν τέλει τι είναι αυτό που υπηρετούμε, το καλό ή το κακό;»

...Στην ίδια πλευρά αλλά κοιτάζοντας από το αντίθετο, το αριστερό φινιστρίνι, ήταν ο Σίλβιο. Δώδεκα χρονών παιδί. Έτρεμε από τον φόβο του. Ο Χόρχε τον είδε έτσι αδύνατο και αδύναμο να τρέμει και αμέσως θυμήθηκε έναν γέρο μούτσο στο πρώτο μπάρκο που έκανε με ένα τσιγαράδικο κουτσό και ματιασμένο. Ήταν τόσο φοβιτσιάρης που μιλούσε μόνο στη στεριά. Στο πέλαγος κατάπινε τη γλώσσα του ο χτικιάρης. Έτσι θα ήτανε και αυτός …παιδί.

...«Πότε πέρασαν τα χρόνια νέε μου; Τόσα μπάρκα, τόσα ταξίδια, τόσες θάλασσες νωθρές και όλα, τα πάντα γύρω μου παρέμειναν ίδια. Τελικά μια πορεία ασυμβίβαστη είναι η ζωή, μέχρι να παραδώσεις το κορμί εκεί που ανήκει, στη φύση, και φυσικά αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει…»

...Ήταν πολλοί οι καπετάνιοι που επιθυμούσαν να καούν και ύστερα να σκορπίσει τις στάχτες στο πέλαγος ο βοηθός τους. Έγειρε πίσω ο Χόρχε σαν να ξάπλωσε σε διαλεχτή κουκέτα. Δεν πήρε ούτε στιγμή τα μάτια του από πάνω του.

...«Ο ένας από τους καπετάνιους, ο δικός σου Αρσελίνο, ήταν γουρουνοβοσκός. Αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του όταν βρήκε πεταμένο στα σκουπίδια έναν παλιό ασύρματο από σκουριά πολύχρονη αχρηστεμένο.»

...Ένα κύμα μπήκε μέσα στα ήρεμα νερά τους. Το καϊκι κουνήθηκε σαν πέδιλο σαρανταποντισμένο. Η γάφα (3) χτύπησε μεταλλικά στο ρέλι από το σοφράνο (4).

...«Φτου! Να πάρει η ευχή για δέσιμο. Να το ’βλεπε ο καπετάνιος μου θα μ’ έδερνε δυό μέρες.»

...Σηκώθηκε ο Αρσελίνο και πήγε να ελέγξει. Καθώς κουνιόταν ακόμα ανήσυχη η μάνα, παραπάτησε και σκόνταψε σε ένα κασόνι που εξείχε κάτω απ΄ τη ράχη της πλώρης. Εμπρός στα μάτια του η καταπακτή, τρεις μέρες διπλοβάρδια χαμπάρι δεν την είχε πάρει. Τώρα την πρωτόδε και απόρησε κι ο ίδιος με τον εαυτό του. Τον μάγκωσε η περιέργεια να ανοίξει το καπάκι. Μίκρυναν τα μάτια του, πονήρεψαν, σαν να περίμενε εκεί μέσα πως θα βρει κανένα μεγάλο μυστικό.

...Σήκωσε το ριγωτό πλέγμα κι έφερε το βλέμμα του από πάνω. Δεν έβλεπε καλά και σκούπισε με το μανίκι το τζάμι. Εκείνος ο ασύρματος που έλεγε πρωτίστως ο Χόρχε τώρα πλέον φαίνονταν ξεκάθαρα. Δίπλα του παρατημένη μια διαλυμμένη απ’ την αλμύρα φορητή θερμάστρα και μια μαύρη γραφομηχανή με γκρίζα και ασημένια πλήκτρα. Από κάτω τους ένα παζάρι πράγματα παλιά, σχημάτιζαν βουνό που χώνευε καλλιά του, αργά αργά μες στο μικρό στομάχι του το ψαροκαϊκο. Τα έξαλα μποτζάρισαν και πήρε μια ναυτία να χαϊδέψει τον λόγο τους. Τσίτωσε καλά τους κόμπους το πεντένι. Δυο γλάροι ερωτεύτηκαν. Κυνηγούσε το ένα πουλί το άλλο.

...«Εκεί χάμω μικρέ, έμεινε αποκλεισμένος ένας Έλληνας δύο ολόκληρα μερόνυχτα, όταν έχασε τον γιό του. Παλιά ιστορία. Καπετάν-Γεράσιμο τον φωνάζαμε. Ήρθε εδώ ναύτης πριν τον μεγάλο πόλεμο. Του άρεσε και έμεινε. Παντρεύτηκε γυναίκα από την Έβορα και του έκανε εκείνον τον μοναχογιό. Στην αρχή όλοι λέγανε πως είναι τρελός ή οτι φουντάρισε από βράχο και του ΄μεινε κουσούρι. Μα εκείνος ήθελε να τον κλάψει μοναχός του. Ούτε στην κηδεία του παιδιού δεν ήρθε. Σκληρός άνθρωπος. Για πες μας... Αντέχεις;»

...«Δεν έχω γιό... Πόσων χρόνων είναι το καϊκι;»

...«Άκουσα οτι πήρε δυό μήνες δουλειά να δέσει η μηχανή του. Μέχρι πρόσφατα είχε πανιά ακόμα.»

...Η φωνή από το ραδιόφωνο ήταν ξεκάθαρη: «Προσοχή! Ανόητος όποιος επιχειρήσει να ανοιχτεί σήμερα πέραν του ενός μιλίου.»

...«Αηδίες! Του Πορτιμάο οι καπετάνιοι πάντα τα κατάφερναν και χωρίς αυτούς τους μαστραχάδες. Τάχα μου τάχα λένε πως ξέρουν να διαβάζουν τον καιρό. Θα αλλάξει λέει απότομα και θα έρθει εκείνος ο τυφώνας, θα έρθει ο άλλος, θα έρθουν μπόρες δυνατές και καταιγίδες. Σαχλαμάρες!»

...Σηκώθηκε όρθιος ο Χόρχε και έβαλε τα χέρια του στη μέση.

...«Εκείνο αποζητάμε. Να φύγουν τούτοι οι τύραννοι, να έρθει η Δημοκρατία!»

...Παρασυρθήκανε και τον χειροκρότησαν όλοι μέχρι που το αίμα τους πάγωσε. Ο γιατρός του Πορτιμάο, ένας μάγειρας κι ένας ανταποκριτής από την Ολισσιπόνα (5) περνούσαν εκείνη τη στιγμή ακριβώς μπροστά από τη δέστρα. Ο ένας έφερε μύτη γαμψή, ο άλλος ήταν μαύρος σαν τους γύφτους που έδιωξε ο Φράνκο απ’ τη Σεβίλλη και ο τρίτος έμοιαζε με διαλεχτό κουμάσι. Είχε καλυμμένο τον έναν ώμο του με ένα ακάθαρτο στουπί σαν κι αυτά που έχουν πάντοτε κοντά τους όταν μαστορεύουν στα καρνάγια οι τακαδόροι (6).

γλωσσάρι

(1) Απηλιώτης: Ο Ανατολικός άνεμος, ο Λεβάντες.

(2) Σέρρα δα Εστρέλα: η ψηλότερη κορυφή στο ηπειρωτικό τμήμα της Πορτογαλίας, με ύψος 1.991 μέτρα.

(3) Γάφα : γάντζος για να συγκρατεί την άγκυρα.

(4) Σοφράνο: η πλευρά από όπου φυσάει ο άνεμος.

(5) Ολισσιπόνα: η πόλη Λισσαβώνα

(6) τακαδόροι: οι εργάτες που βάζουνε τους τάκους στα καρνάγια.

...Σταματήσανε στον αρσανά. Ο Χόρχε στην αρχή νόμιζε οτι άκουσαν τη συζήτηση που είχαν. Καθώς τους κοίταξε καλύτερα, αναστέναξε σίγουρος πως είχε καταλάβει λάθος. Ο ανταποκριτής έβγαλε από την τσέπη τις σημειώσεις του, πλησίασε και ρώτησε τα ονόματά τους. Πάγωσαν από τον φόβο.

...«Εγώ θυμάμαι χρόνους πίσω ότι έναν μόνο βοηθό επιτρέπουνε στη λάντζα.»

...Ο γιατρός χαμογέλασε.

...«Καλύτερα να μην δίνεις σημασία. Δεν τα βλέπεις; Παιδιά είναι. Να πάνε ράδα να γίνει τίποτες και να πνιγούνε; Την ώρα τους περνούν, πρυμάτσα (7) ξεμπερδεύουν.»

...«Η ανάγκη και ο φόβος είναι τα δυό μεγάλα εμπόδια στον δρόμο προς την ελευθερία.»

...Αφουγκράστηκε ο γύφτος ένα ουρλιαχτό και αμέσως τράβηξε το βρώμικο στουπί για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Του σκιάχτηκε το πρόσωπο. Τα μάτια του μίκρυναν, χάθηκαν μες στις ψάθινες λακκούβες τους.

...«Κάποιοι πυροβόλησαν. Ακούσατε;»

...«Ακούστηκε καλά. Σίγουρα έγινε μέσα στο χωριό.»

...«Καλά του έκαναν! Μακάρι να είχαν τον τρόπο να μπορούσαν να τους εξαφανίσουν όλους. Ελευθερία... Το ανάθεμα σε αυτόν που έφτιαξε τέτοια λέξη με τριακόσιες σημασίες!»

...«Μα και αυτοί τι ζητάνε επιτέλους; Ελεύθεροι δεν είναι; Δεν βγαίνουν έξω; Δεν περπατάνε; Δεν μιλάνε; Τι άλλο θέλουν, να μας πούνε...»

...«Βλέπεις τώρα δεν αρκούμαστε με τα λίγα και τόσο καλά που μας έχει παραχωρήσει το καθεστώς. Θέμε περισσότερα. Ξεχωριστή ελευθερία για εκείνο, ξεχωριστή ελευθερία για το άλλο...»

...Ο Χόρχε ήταν σκυμμένος και μάζευε φύκια, τελευταία απομεινάρια από ένα κομμάτι αθερινόδιχτο μπλεγμένο. Κοίταξε γύρω του απελπισμένος. Ένιωσαν όλα τα παιδιά την καρδιά του να θέλει να σπάσει από τη στενoχώρια. Ήταν σαν να τους έλεγε με τα μάτια του πως μπορούσε να τους απαντήσει αλλά δεν ήθελε να το κάνει για να μην έχει άσχημες συνέπειες ο καπετάνιος του. Μόλις όμως έφυγαν, πλησίασε και κάθισε κοντά τους. Πέρασε το ένα χέρι του στον σβέρκο του Αρσελίνο.

...«Απορώ» είπε, «απορώ πώς τους υποστηρίζει ο πατέρας μου. Τι διαλεκτό του έχουνε ταμένο»

...«Πάντα ήταν πιο ώριμοι και πιο σοφοί οι γέροι.»

...«Πάντα όμως οι νέοι αλλάζανε την Ιστορία.»

...Ξοπίσω από τους τρεις ακολουθούσε ένας γέρος μονόφθαλμος, σε τρεις μεριές μπαταρισμένος με επιδέσμους λερωμένους. Έσερνε με δυσκολία τις πληγωμένες του πατούσες. Ο Χόρχε χαμήλωσε το βλέμμα του. Το δαρμένο κορμί εκείνου του γέρου, ήταν εγγύηση οτι απομένουν ακόμα στάχτες από τις καταβολές του φόβου ανάμεσα στα μάτια αυτών που τόλμησαν για μια στιγμή να αρνηθούν πως δεν θυμούνται. Ανασήκωσε την καμπούρα του, στράβωσε τον ζαρωμένο του λαιμό και κοίταξε ψηλά με μάτια λυπημένα.

...«Αχόρταγες οι πυρωμένες δίνες. Τυφλώνουν τους πλανήτες που εξακολουθούν να ζούνε πίσω από την άγνωστη και μακρινή Σελήνη.»

...Τράβηξε από την τσέπη του έναν μικρό σουγιά. Τα μαρτύρια του είχαν κλείσει από καιρό τις μυστικές του Πύλες. Αλυσίδες αόρατες τον στραγγάλιζαν και αυτός για να γλιτώσει γυρνούσε σαν τρωκτικό κάθε εκατοστό του Νότου. Χανόταν μέσα στα υπόγεια περάσματα του νου του, μήπως κατορθώσει κάποτε και ολότελα ξεχάσει. Προσωρινά θυμόταν και άρχισε να λέει τα δικά του...

...«Τσούρμο! Στον Ήλιο απόλευκο σπαθί το κύμα του καθένα. Φέρμα στον χειρισμό το ανόθευτο σαμπάνι μπας και λύσουν κάποτε κι εσένα οι ληστιρκοί δαιμόνοι της ψυχής σου.»

...Άλλαξε τόνο στη φωνή του σαν να μιλούσε κάποιος άλλος.

...«Στο γιοφύρι φτάνουν κιόλας τα άλογα με τους επτά καβαλαραίους. Και αν δείτε μάτια ν’ ατενίζουν κατα ’κει πανηγυρίστε. Θα νίκησε η Δημοκρατία σύντροφοι!»

...Άλλαξε πάλι τόνο και έκανε γνήσια τη δική του κόμψη.

...«Αν δεν ιδώ;»

...Πετάχτηκε ολόχαρος ο Χόρχε επάνω και τον διέκοψε.

...«Τότε δεν θα νίκησε ακόμα σύντροφε! Θέλει υπομονή, κουράγιο, δύναμη!»

...Η φωνή του Χόρχε τον αναστάτωσε. Πλησίασε για να τον δει καλύτερα. Κρατούσε τον σουγιά στο αριστερό του χέρι. Το λιοκαμμένο δέρμα του είχε ανοίξει από την απλησιά. Η ανάσα του βρωμούσε βούρκο. Μύγες περίπαιζαν με τα μαλλιά, τα μάτια και τα αυτιά του. Γονάτισε ένα μέτρο από την κόψη της έδρας.

...«Έχουν δεμένη τη σκιά μας σε έναν αρχαίο πάσσαλο και όλο τη βασανίζουν. Σε πυραμίδες έχουν τους σπόρους. Στους νόμους τη φυγή τους.»

...Τον πήρε τρέμουλο. Τα μάτια του γυαλίσαν σαν να φώτισε μέσα τους μεγάλο κόκκινο κερί. Πήρε να τα κλείσει μα δεν κατάφερε να φυλακίσει στην τσακισμένη του ψυχή την ανεχορταγιά τους να λαμβάνουν φως και χρώματα στο γκρίζο ημισφαίριο της λήθης. Μάζεψε το σουγιά. Χτύπησε τρεις φορές το ξύλινο ραβδί του και ακόμα τρεις το σήκωσε ψηλά. Έφερε το ένα πόδι μπροστά, μετά το άλλο και όλο επαναλάμβανε με ιδιότυπο ρυθμό τη λέξη ελευθερία.

...Ο Χόρχε με ένα νεύμα πέρασε το σύνθημα. Σκόρπισαν αμέσως μακριά του. Οι ρουφιάνοι είχαν φτάσει ήδη από χρόνια να είναι περισσότεροι από εκείνους που δεν είναι. Σε λίγα μόλις λεπτά μια διμοιρία κατέφθασε. Ένας εκ των στρατιωτών σκέπασε αμέσως το κεφάλι του γέρου με το μαύρο πανί. Τα παιδιά έτρεχαν ξοπίσω τους ως την είσοδο του στρατοπέδου. Κόλλησαν τα μάτια τους στο συρματόπλεγμα και όσο άντεχαν να τρυπάει το ευαίσθητο δέρμα τους, έβλεπαν με πόση μανία τον χτυπούσαν με ξύλινα ραβδιά. Μέχρι που μετέφεραν αυτόν στο σκοτεινό κελί της απομόνωσης και τα παιδιά αμίλητα και αγέλαστα αγκάλιασαν στην εξορία της, τη νεογέννητη για την εποχή Σελήνη.

...«Ήταν φοβισμένος. Τον είδα ξεκάθαρα.»

...«Θα τον σκοτώσουν;»

...«Όχι άμεσα! Δεν σκοτώνουν τόσο γρήγορα αυτούς που δεν θέλουν. Με όσα θα του κάνουν όμως εκείνος θα παρακαλάει να τον σκοτώσουν.»

...Πήραν πάλι τον χωματόδρομο για να γυρίσουνε στη μπούκα. Οι κραυγές του έφταναν ακόμα ως τ΄ αυτιά τους. Του καταχείμωνου ήλιος κρυμμένος η βαριά του ανάσα, έβγαινε με δυσκολία σαν βρόγχος.

...«Θάνατος! Σκοτώστε με! Θάνατος ρε!»

...Έσκουζε το τσουκάλι μιας γριάς επάνω από τη φωτιά. Χοχλάκιζε στο άντερό του το θαλασσινό νερό και απελευθέρωνε λαμπρές φυσαλίδες στη φτωχική αυλή. Ο επιθανάτιος ρόγχος του έφτασε την ίδια ώρα με το βουητό του ανέμου. Ο Αρσελίνο κάλυψε τα μάτια του με τις παλάμες. Ο Χόρχε απότομα του τράβηξε τα χέρια.

...«Τον φονιά φοβάσαι να δεις ή τον θάνατο;»

...Όπως κουνήθηκε φάνηκε στην τσέπη του ένα γράμμα. Ο Αρσελίνο έκανε να το πιάσει για να διαβάσει όσα έγραφε. Ο Χόρχε νευρίασε.

...«Ποτέ!»

...«Συγγνώμη...»


...Λίγους μήνες μετά...

...«Έναν γέρο ναυτικό μην τον ρωτήσεις ποτέ δυο πράγματα: Τι χρώμα έχουν οι βιολέτες και αν αγάπησε ποτέ του. Θα γελάσει μέχρι δακρύων. Αν θέλεις ρώτησέ τον για τα παιδιά σου, θα σου απαντήσει με σοφία. Αν θέλεις ρώτησέ τον για τον ωκεανό, για τη θάλασσα, για τις γυναίκες που πληρώνονται για ν’ αγαπάνε. Ευτύς θα σου απαντήσει με ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία…»

...Επέστρεφαν στη σκέψη του Αρσελίνο οι κουβέντες που έκαναν στη γέφυρα λίγο πριν χαθεί στο ατέλειωτο του χρόνου μονοπάτι ο γερασμένος καπετάνιος Ramiro Adormentado.

...«Πέντε λεπτά να λείψεις από την ευθύνη, γυρνάς και βλέπεις μια ολόκληρη εποχή να σε έχει προσπεράσει. Κουράγιο θέλει να έχεις. Η θάλασσα δικάζει όποιον δεν γλέντησε και αδιαφορεί για εκείνους που μεθάνε. Μην αρνηθείς ποτέ σου οποιαδήποτε γυναίκα, τη δουλειά και τον μοναδικό Θεό.»

...«Καπετάνιε θα μου πεις πού βρίσκεται ο Θεός; Χρόνια ψάχνω μα δεν τον βρήκα.»

...«Είναι αόρατος για εμάς που βλέπουμε τον κόσμο. Είναι ορατός σε όσους δεν βλέπουν ότι υπάρχει ο κόσμος...»

...«Καπετάνιε να σε ρωτήσω θέλω κάτι μα δεν θα αντέξω να το πάρεις προσωπικά.»

...«Τι θες του λόγου σου;»

...«Για τη Δημοκρατία και την ελευθερία.. Ποια είναι η δική σου θέση;»

...Έριξε τις στροφές της μηχανής, άφησε το πηδάλιο κι έσφιξε τις γροθιές του.

...«Αναθεματισμένε! Που να σκάσεις λέω καλύτερα παρά να μιλάς. Προτιμότερο είναι.»

...«Γιατί με βρίζεις καπετάνιε; Παιδί είμαι και σε ρωτώ για να μαθαίνω.»

...«Διάλεξε ποιόν θάνατο ζητάς. Να σε ρίξω στα σκυλόψαρα ή να σε φάει η μαύρη πείνα;»

...Έστρεψε το κεφάλι του στο πέλαγος.

...«Όλοι λένε για εμάς τους ναυτικούς πως έχουμε κακόχρονο σημάδι χαραγμένο βαθιά μες στη ψυχή μας. Εγώ λέω ότι στο Πορτιμάο ζούνε δυό λογιών ανθρώποι: Εκείνοι που δεν μπαρκάρισαν ποτέ γιατί φοβήθηκαν της θάλασσας την πονηριά κι εκείνοι που μπαρκάρισαν γιατί φοβήθηκαν της στεριάς τους αλύτρωτους δαιμόνους. Τέτοιος είσαι του λόγου σου.»

...Τον στραβοκοίταζε. Έβγαλε ένα σπίρτο και άναψε νευρικά το τσιμπούκι του. Κάθε λοξή ματιά του, προκαλούσε φόβο στον Αρσελίνο. Μετά από λίγο κατάλαβε, πήρε ανάσα ο καπετάνιος και προσπάθησε να επανορθώσει.

...«Μην σε νοιάζει καλύτερα. Ευτυχισμένος εκείνος που δεν έμαθε τα πολλά στη ζωή του.»

...«Γιατί;»

...Παρέμεινε ακίνητος. Έβλεπε από το πλαϊνό του τζάμι ένα ζευγάρι γλάρων να ερωτοτροπούν επάνω από τα επιχρίσματα του ωκεανού.

...«Γιατί;»

...«Δεν μπορώ να σου πω ακόμα. Εσύ δεν πρόλαβες να δεις τις Εσπερίδες να χορεύουν στις Αζόρες. Δεν πρόφτασες να δεις τις Συμπληγάδες να συνθλίβουν το τραγούδι του νεκρού αδελφού.»

...Άναψε πάλι ένα σπίρτο κι έπειτα ρούφηξε με δύναμη τον ευωδιαστό καπνό.

...«Στεριά δεν είδα του αλατιού, ξέρα δίχως πέλαγος. Δεν είδα μάνα να γελάει και γιό να μην αντέχει. Υπάρχει μια βολή στον άνθρωπο να ευχαριστιέται πάντα με όσα η εποχή του δίνει. Υπάρχουν και λίγοι όμως που έχουν ένα πείσμα ακατάληπτο με τίποτα να μην ευχαριστιούνται... Όταν γεννήθηκε η αδελφή μου, έκαναν δώρο στον πατέρα μου ένα μεσαίο βαρούλκο. Όταν γεννήθηκα εγώ, του χάρισαν μια γλίτσα από δαμασκηνιά για να έχει να με δέρνει. Κάποτε ρώτησα έναν τέτοιο τύραννο που βρήκα μεθυσμένο. Κατάρα είναι μου είπε η δεξιόστροφη πλωριά, ανάμεσα στους κόλπους της κάθε ανήθικης πορείας. Αυτά σιχάθηκα ...τα μπερδεμένα λόγια.»

...Κρέμασε το τσιμπούκι του στο βαπορίσιο τσέρκι κι έπειτα στερέωσε στο μικρό του λαβομάνο έναν παλιό δυσεύρετο κανόνα. Κοίταξε τη στεριά για ώρα. Δυο γλάροι πέταξαν σχιστά με την κρεμάστρα. Πήρε βαθιά ανάσα κι έσβησε τη μηχανή και αμέσως γύρισε και έστρωσε χασίσι με έναν χάρακα στο ρέλι. Αναστέναξε.

...«Γνώρισα αυτούς που εκσπερματώνουν όνειρα μέσα στα πηγάδια που ξεδιψούν μαζί τα ζώα και οι εργάτες... Σκατά ζωή. Σιχάθηκα δυό. Καλύτερα το ΄χω μου φαίνεται να μην προλάβω άλλο να ζήσω.»

...Δεν τόλμησε να μιλήσει ο Αρσελίνο. Μόνο κοιτούσε τα ασάλευτα μάτια του Ramiro Adormentado. Ετριψε τα γένια του με τα χονδρά του δάχτυλα.

...«Χόρεψες καμιά φορά από σκληρό μεθύσι; Έκαψες χασίσι στην ορμήνια του ανέμου; Πήγες με γυναίκα που δεν γνώρισες ποτέ σου;»

...«Όχι.»

...«Πώς να μάθεις τη ζωή χωρίς να ζήσεις τέτοιες λάχταρες κατεβασιές. Κι εγώ που τα έζησα; Σιχάθηκα τρεις τον ανακούκουδο γκρεμό μου.»

...Η πλώρη τους γύρισε μοίρες οχτώ και η μηχανή γουργούρισε βαριεστημένα. Άναψε τη φουφού. Κελαϊδούσε αρώματα από μαροκινό μπαγιόκο.

...«Καπετάνιε;»

...«Τι θες πάλι;»

...«Άμα πεθάνεις ...να βάψω το καϊκι;»

...«Που να σκάσεις λέω καλύτερα, να μην ξαναμιλήσεις.»

...«Δεν λέω τώρα να το βάψω. Άμα πεθάνεις κι απέ...»

...«Να το βάψεις; Άλλο πάλι ετούτο.»

...«Ναι. Στα χρώματα του ουράνιου τόξου.»

...Σκέφτηκε λίγο. Οι άδειες όλες ήταν προσωρινές. Οι καπετάνιοι πλήρωναν ενοίκιο στο καθεστώς. Σε μια κόλλα χαρτί τους είχαν όλους τυλιγμένους.

...«Κανονικά απαγορεύεται χωρίς να πάρεις άδεια.»

...«Εκείνος ο λοχαγός που είναι υπεύθυνος, τον είδα, κοιμάται όλη μέρα. Χαμπάρι δεν πρόκειται να πάρει. Ξέρω που σου λέω. Άλλωστε εσύ Ramiro θα έχεις πάει καλλιά σου...»

...Έφτυσε μια και σφάλισε τα μάτια του. Κάθε φορά που πλησίαζαν στο λιμάνι τον έπιανε μια ζάλη ανυπόφορη. Μόνο στο πέλαγο ηρεμούσε. Κοίταξε τον Αρσελίνο στερνή φορά.

...«Κάνε ότι θες... Εμείς αφήσαμε σαν να ’ταν χθες τη δημοσιά και πήραμε ν’ ανέβουμε, πέτρα την πέτρα τ’ ανηφόρι για τη μικρή τούτη κορφή του κόσμου. Διαβήκαμε την κακοτοπιά με τα κεφάλια μας σκυμμένα από την κούραση μα η ψυχή μας ...εκείνη ανένδοτη, λαχταρούσε το ταξίδεμα ποτέ να μην τελειώσει. Η δική μας πολιτεία, στεριώνει με χρώματα τα βήματά της, δίπλα σε αγχόνες, σε αόρατα αγκίστρια και σε νωθρά χαμόγελα που θυμίζουνε νυχτερινά περίπολα από στρατευμένες πόρνες.»

...Ομίχλη είχε τυλίξει κάθε σπιθαμή της ύπαρξής τους. Ώρες ώρες λυγούσαν και άλλοτε πάλι αναγεννιόντουσαν θαρρείς πως εκεί απάνω που είχαν φτάσει, στ’ απάτητα ετούτα λημέρια των θρύλων και των αγύρευτων θεών, εκεί απάνω ήταν κρυμμένο το σύνορο της ύλης -μέσα τους. Ώρες ώρες γελούσαν. Λύπη χωρίς γέλιο και χαρά δίχως δάκρυ δεν είναι του ανθρώπου.

...Την επόμενη μέρα της κηδείας, πήραν φορά από κάποια άλλη Γη που δεν ειχε παιδέψει στο μυαλό τους ως τότε κανένας ποντοπόρος λογισμός. Τρεις γίγαντες ανήλικοι που φόβο είχαν χορτάσει και φόβο δεν λογάριαζαν, έκαναν την επανάστασή τους. Χάραμα ζωγραφίζανε μην τύχουν κυνηγημένοι από τη χήρα του καπετάνιου. Τέσσερις λωρίδες όλες κι όλες η επανάστασή τους. Του άσπρου η πάνω στραγαλιά, του πράσινου η φουρνιστή, το μπλε για το ντουφέκι τους και τελευταία στην κάτω στραγαλιά η πονηρή, μια κόκκινη ταυτότητα που έφτανε ως την πρύμνη.

...«Ακόμα δεν πέθανε και κάποιοι αλήτες πήγαν και έβαψαν άλλο χρώμα το καϊκι του Ramiro Adormentado.»

...«Κακό σημάδι του καιρού τους.»

...«Το έβαψαν;»

...«Ναι! Το ζωγράφισαν χαράματα να μην τους δει κανένας! Μάθαμε τα ονόματά τους.»

...«Προχωρήστε άμεσα σε συλλήψεις.»

...«Είναι παιδιά.»

...«Ας είναι...»

...Μόλις έφτασαν οι στρατιώτες στην προβλήτα, ότι είχαν ξεμακρύνει με την πλώρη τους προς τις άγνωστες και μακρινές Αζόρες. Ο μικρός Silvio από τη χαρά του πανηγύριζε και όλο γελούσε τσιριχτά. Το μίσος τους τρέλανε. Πυροβόλησαν πολλές φορές στον αέρα. Πήδησαν σε βάρκες και ακολούθησαν τυφλοί το μήνυμα που άφηνε η προπέλα των παιδιών στον χάρτη. Καμία Γη, καμιά στεριά όμως δεν ήταν αρκετή για να χωρέσει η ελευθερία τους. Καμία θάλασσα δεν έφτανε για να πνίξει τη νέα Ιδέα. Κανένας χάρτης δεν αρκούσε για να σημαδέψει κάποιος τις καρδιές τους.

...Ποτέ σκιά το απομεσήμερο δεν δραπέτευσε από του ήλιου το άγριο βλέμμα. Καμιά ψυχή δεν βολεύτηκε στη θαλπωρή ενός μονάχα λιμανιού. Στην πλώρη του ψαροκάικου έγραψαν τον σκοπό τους. Ήταν μονάχα η λέξη liberdade (8) . Στη πρύμνη τα σκυλόψαρα διαβάζαν την αιτία: justiça (9). Και πιο βαθιά, στου ωκεανού το έρεβος όπου το φως δεν φτάνει, οι καρχαρίες ξεχώριζαν της κοιλιάς τους το ποντισμένο κόκκινο και έστηναν ενέδρα διαλεχτή στα όνειρά τους. Ο Αρσελίνο θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της μάνας του.

...«Πρέπει βαθιά μέσα σου ν΄ ακούσεις ετούτη τη φωνή γιέ μου να σε προστάζει. Αλλιώς μην ξεκινάς. Έχει μεγάλο πόνο. Είναι αβάσταχτο να κυνηγάς τα όνειρα στης θάλασσας τη ζάλη. Σε κάθε λιμάνι πάντα ένα στοιχειό θα περιπαίζει το μυαλό σου. Πρόσεξε!»

...«Είμαι δυνατός μάνα, μην ανησυχείς για μένα.»

...«Κάποιοι λένε πως οι δυνατοί πολλές φορές είναι αυτοί που δεν αντέχουν...»

...«Τέτοια σκέφτεσαι;»

...«Μάνα είμαι. Το καλό σου θέλω. Συγχώρα με...»

...Οι Εσπερίδες δεν χόρευαν. Ντυμένες με ολόμαυρο σκοτάδι κοιτούσαν με μάτια υγρά και λυπημένα. Οι Συμπληγάδες έμειναν πίσω τους δυό μικρά χαλίκια αμολημένα στη Μεσόγειο, εντελώς αδύναμα να συνθλίψουν το τραγούδι. Ο ουρανός αγκάλιαζε τη θάλασσα με τρόπο μαγικό και ονειρεμένο. Τα δυό χάλκινα κιούπια που έπινε ρούμι για να είναι ευτυχίσμένος ο Ramiro Adormentado, χτυπούσαν μεταξύ τους στο ράφι κάθε φορά που ένα ακόμα πλαϊνό τους συγχωρούσε. Για το μέλλον των κρυμμένων μυστικών, έφερνε τ΄ αέρι στη σκέψη τους θύελλες από αγωνίες που άλλο σκοπό δεν είχαν από εκείνον τον λόγο που με τόσο κόπο τις γεννά.

...Έκαναν όνειρα. Να γίνουν ήθελαν σπλάχνο μέσα από τον πυρετό που ζέσταινε κάθε σπιθαμή γης. Να γίνουν αέρι και να ταξιδέψουν πάνω από τις πιο ψηλές κορυφές του κόσμου. Ο Αγκοστίνο πήρε πάλι την κιθάρα του μα αυτή τη φορά δεν κάθισε ήσυχος στη σκάλα.


Άγρια βάτα φλέγονται στην ξέστερνη καμπίνα

πετρώνει ο στίχος στον βυθό, στον βράχο, στ’ αρμυρίκια

πήρες προστάντζα για σχοινί, τρεις κουπαστές σεντίνα

δυό κιούπια αλμυρόσκονη κι ένα σακί με φύκια.


Στρατιές ανέργων καρτερούν, στην όχθη να σωθούνε

το κύμα γίνεται γκρεμός, ορίζοντας, φιλύρα.

Κράχτες τροφίμων σε ζητούν, κομψά σε προσμετρούνε

μια απάντηση η απόσταση και δυό οργιές η μοίρα.


Ευχή απ’ τη μάνα σου γιέ μου καλέ να μην γνωρίσεις πόνο

να ’χεις πυξίδα το λευκό του Ανταρκτικού πυλώνα

τα όνειρα σου αληθινά να βγαίνουν σε Σταυρώνω

στην έναστρη παράνοια που θρέφει τον τυφώνα.


...Στην αρχή το ρεύμα τους τράβηξε κατά τον Νότο. Ύστερα το ψαροκαϊκο αμόλησε για τα καλά προς του Καντίθ τον άγριο κόλπο. Χρειάστηκαν μέρες πολλές να φτάσουν εκεί όπου η ζωή τους είχε τάξει. Η πείνα ύψωνε συνεχώς το ανάστημα του θάνατου μπροστά τους. Η δίψα έφερνε πνιγμό στο ίχνος κάθε σκέψης. Ο ορίζοντας σαν τελευταία μεμβράνη του ουρανού παρέμεινε φανάρι της ζωής τους. Κανένας τρόμος δεν τους κέρδιζε σημείο με το σημείο. Μόνη απορία τους αν ήταν ένα όνειρο όλο αυτό ή αν έγινε παράνοια η αλήθεια. Μετά από μέρες στη θάλασσα συμφώνησαν. Ζωή που βρίθει από φόβο, ζωή δεν λογάται. Θάνατος σαν το ταξίδι εκείνο, θάνατος δεν ήταν... [...]

γλωσσάρι

(7) πρυμάτσα: καραβόσκοινο, ιδίως αυτό με το οποίο προσδένεται η πρύμνη στη στεριά.

(8) liberdade: ελευθερία

(9) justiça: δικαιοσύνη





All Rights Reserved

-Copyright Markos Sarimanolis

...[...] Σε ένα λάκκο είχε εγκλωβιστεί ο ήλιος και αγωνιζόταν να πιαστεί από το κόκκινο ύφασμα που είχαν τυλίξει τη Γη της νύχτας οι αμαγάριστοι προπέτες. Έτρεχαν στον κόσμο οι φωνές. Οι ανυφάντρες των χρησμών δεν πρόφταιναν να κάμουν χερικό στην ευτυχία. Μόνο από κάποιες μικρές χαραμάδες αναβόσβηνε καμιά φορά η ελπίδα. Στα μπαρ του Πορ ντε Μπουκ, η Προβηγκία αναστέναζε ακόμα ηδονικά καθώς μεσήλικοι αστερισμοί περισπωμένες θάλασσες ζητούσαν ν΄ ανταμώσουν. Γονάτιζαν κατάκοποι απ΄ τα πάθη τους, τη δούλεψη στα κάτεργα της νύχτας. Κυλούσε αργά η ώρα στις όχθες του αδιάβατου, με πλάνες παραισθήσεις και επιθυμίες που σιωπούν μόλις ξυπνήσει η μέρα. Μια Σκύλα και μια Χάρυβδη λικνίζονταν γυμνόστηθες στην πίστα. Λύτρωση υπόσχονταν και ας ψιθύριζαν τα μάτια τους πως για να ζήσει κάποιος μια φορά, χίλιες θε να πεθάνει. >>>


/ Πεζογραφία

Εσθήρ (μυθιστόρημα)

GIANCARLO (μυθιστόρημα)

κάθοδος (μυθιστόρημα)

Ομογονία (μυθιστόρημα)

Ο θλιβερός μονόλογος της Τζάνετ Άτκισον (μυθιστόρημα)




ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

ΤΡΙΤΟΣ ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ

μυθιστόρημα

/ Θέατρο

Η πρόβα -θεατρικό έργο, ΜΑΡΚΟΣ ΣΑΡΙΜΑΝΩΛΗΣ

Η πρόβα

θεατρικό έργο -κοινωνικό / φιλοσοφικό

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: Ιανουάριος 2017

ISBN: 978-618-81925-8-4

σελίδες: 60

διαστ.: 21 Χ 29,7


περισσότερες πληροφορίες >


Το δράμα των αδελφών Μπόρεσκαϊντζ

θεατρικό έργο -κοινωνικό, αντιπολεμικό δράμα


σελίδες: 96

διαστ.: 21 Χ 29


HELLENIC DREAM ...ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (θεατρικό έργο) - ΜΑΡΚΟΣ ΣΑΡΙΜΑΝΩΛΗΣ

HELLENIC DREAM

...ο σκοπός αγιάζει τα μέσα


θεατρικό έργο -κωμωδία

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: Οκτώβριος 2016

ISBN: 978-618-81925-7-7

σελίδες: 62

διαστ.: 21 Χ 29,7



Ερωτικά διαμάντια -θεατρικό έργο, ΜΑΡΚΟΣ ΣΑΡΙΜΑΝΩΛΗΣ

Ερωτικά διαμάντια

θεατρικό έργο -κωμωδία


ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: Οκτώβριος 2017

ISBN: 978-618-81925-9-1

σελίδες: 70

διαστ.: 21 Χ 29,7

περισσότερες πληροφορίες >

/ Ποίηση -Σκέψεις

Del Capo

Τίρυνθα

Ύδρα

[...] Το ρούμι κύλησε στις φλέβες μας,

τα υγρά σου μάτια μας ταξίδεψαν.

Ζείς;


Από το Πικέρμι ως το Βουκουρέστι

και από εκεί έως την Προύσα

σε έναν κόκκινο από το αίμα δρόμο

για την ελευθερία,

με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι,

για τα δικαιώματά σου …


ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣ

-Στην άκρη του χαμένου, σελ. 30

...δείτε τον κατάλογο βιβλίων και στη σελίδα της βιβλιοnet / ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

/ Δισκογραφία

στίχοι: Μάρκος Σαριμανώλης

μουσική: Νικήτας Βοστάνης

ερμηνεία: Μπάμπης Τσέρτος -Ειρήνη Τουμπάκη

ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥΜΠΑΚΗ

ΜΠΑΜΠΗΣ ΤΣΕΡΤΟΣ

...και πόσες αμέτρητες φορές δεν οδηγήθηκε σε αδιέξοδα η σκέψη μου όλα αυτά τα χρόνια; Πάντα έλεγα να γράψω ένα βιβλίο όπου όλοι οι ήρωες μου θα με δικάζουν για τα λάθη και τις παραλείψεις μου. Αυτοκριτική. Ξεχασμένη μα πολύτιμη και αναγκαία... "Τα συγγραφικά αδιέξοδα του Agostino Pepe". Αντιστροφή ρόλων...

“Πυρπολούμε την ψυχή μας για να φωτίσει τάχα η φωτιά της τα σκοτάδια του καιρού μας. Μα όταν δεν θα έχει τι παραπάνω να κάψει, η φωτιά θα σβήσει και τότε αυτό που θα έχει απομείνει αληθινά, θα είναι η στάχτη μιας ελπίδας, της ελπίδας μας πως όλα κάποτε θ΄ αλλάξουν...”